Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Ο καπνός

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που γλύτωσε από ένα ναυάγιο. Κατάφερε κολυμπώντας να φθάσει σε ένα μικρό έρημο νησάκι.
Προσευχόταν θερμά στο Θεό για να τον γλυτώσει. Κάθε μέρα παρατηρούσε τον ορίζοντα ψάχνοντας για βοήθεια αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Εξουθενωμένος κατάφερε να φτιάξει τελικά ένα καλυβάκι από παλιόξυλα που είχε βγάλει η θάλασσα στην ακτή για να προστατευτεί από τα στοιχεία της φύσης.

Ώσπου μια μέρα που είχε πάει πιο μακριά για να βρει κάτι  να φάει, γύρισε στο σπιτάκι του και το βρήκε παραδομένο στις φλόγες και τον καπνό να φθάνει στον ουρανό. Αυτό ήταν και το χειρότερο που θα μπορούσε να του συμβεί!
Είχε πια χάσει τα πάντα! Φούντωσε από πίκρα και θυμό και είπε κλαίγοντας:

«Θεέ μου, πως μπόρεσες να μου κάνεις κάτι τέτοιο!»

Πρωί πρωί την άλλη μέρα ξύπνησε από το θόρυβο  που έκανε ένα πλοίο που πλησίαζε το νησί για να τον σώσει.

«Πως ξέρατε πως είμαι εδώ;»

«Μα είδαμε το σινιάλο σου με τον καπνό» του απάντησαν…..





Ο λαός μας έχει μια πολύ σοφή παροιμία:
Ουδέν καλόν αμιγές κακού.

Γιατί όμως;

Μήπως διότι ποτέ δεν ξέρουμε τι είναι πραγματικά καλό; Ποιος θα μπορούσε να αποφανθεί με βεβαιότητα ότι εκείνο που θεωρεί καλό θα τον οδηγήσει στα σίγουρα στην καλύτερη έκβαση;
Πόσοι άνθρωποι έγιναν καλύτεροι, σοφότεροι και έβγαλαν προς τα έξω τον καλύτερο εαυτό τους μέσα από ιδιαίτερα δύσκολα βιώματα;

Ίσως το «δεν ξέρω» είναι μια ορθότερη στάση ζωής κι εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στο να μάθω – μια κι αν πιστεύεις ότι ξέρεις δεν υπάρχει κάποιος  λόγος να μπεις στον κόπο να μάθεις ….

Ίσως το «παραιτούμαι, αφήνομαι και παύω να προσπαθώ» όσο παθητικό κι αν ηχεί στα δυτικά αυτιά μας,  να είναι αυτό που μπορεί να φέρει τη βοήθεια που χρειαζόμαστε όταν έχουμε ναυαγήσει σε ένα νησί…